θυοσκοπος

θυοσκοπος
    θυοσκόπος
    θυο-σκόπος
    ὅ Eur. v. l. = θυοσκόος См. θυοσκοος II

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θυοσκοπος" в других словарях:

  • θυοσκόπος — θυοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα εντόσθια τών σφαγίων, ο ιεροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. θυννο σκόπος, κερδο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • θυοσκοπία — θυοσκοπία, ἡ (Α) [θυοσκόπος] (η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. τού Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό) η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία …   Dictionary of Greek

  • θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»